κακορρημόνως

κακορρημόνως
κακορρήμων
telling of ill
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακορρήμων — κακορρήμων, όρρημον (Α) 1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων ευτελής ρήτωρ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον η κακορρημοσύνη·. επίρρ... κακορρημόνως (Α) με κακορρήμονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”